Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Όνειρο σε λευκό, κόκκινο και μαύρο.

Ξαπλωμένη ανάσκελα, καλά βολεμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο αναπαυτικά στα δυο μαξιλάρια και τα μάτια μισόκλειστα, ονειρευόταν. 
Συνήθιζε να το κάνει... πολύ καιρό τώρα…    
Ένα άσπρο σεντόνι σκεπάζει το σώμα της πιο πολύ για να τη δροσίζει, παρά για να την προφυλάξει από το βραδινό αυγουστιάτικο αεράκι που μπαίνει - ψιθυρίζοντας - από το ανοιχτό παράθυρο. Αυτοί οι ψίθυροι, που συνήθιζε να τους αποκαλεί γελώντας "λόγια του αέρα" και το μονότονο τικ - τακ από κάποιο ρολόι που - όσες φορές κι αν έψαξε - ποτέ δεν μπόρεσε να εντοπίσει, είναι οι μόνοι ήχοι που φτάνουν στ' αυτιά της εκείνες τις ώρες.        

Τις ώρες της ησυχίας, τις ώρες του ονειρέματος...         

Κολυμπούσε στο λευκό. Ένα λευκό που κυμάτιζε, στριφογύριζε, αναδευόταν. Έφτιαχνε δίνες ρουφώντας την κι έπειτα πάλι, αφρίζοντας, την έφερνε ξανά στην επιφάνεια. Γέμιζε τα μάτια της… σχεδόν γέμιζε το στόμα της… ένιωθε τη γλυκόξινη γεύση του. Σαν το γάλα που γέμιζε το ποτήρι της, πολλά χρόνια πριν.      
Μια θάλασσα από γάλα, που την έπνιγε...            

Κι ύστερα αυτή η κηλίδα.     
Ξεκίναγε σαν μικρή, ανεπαίσθητη πιτσιλιά. Ένα μικρό, σχεδόν αδιόρατο, κόκκινο σημαδάκι. Εκεί ακριβώς που τελείωνε η λευκή θάλασσα, στη μέση της γαλακτερής γραμμής του ορίζοντα. 
Κι έπειτα σιγά σιγά - με κάθε τικ, με κάθε τακ - άρχιζε να μεγαλώνει .     
Είχε υπολογίσει  πως χρειάζονταν σχεδόν άπειρα τικ και εντελώς πεπερασμένα τακ, μέχρι να πάρει το τελικό της μέγεθος και να φτάσει στο απόγειο της  χρωματικής της πανδαισίας, μέσα από μια εκκωφαντικά σιωπηλή έκρηξη.        
Ένα μικρό, λεπτό, εύθραυστο μπουμπούκι που ανθίζει αργά και τόσο γρήγορα όσο τα τικ και τακ του αόρατου ρολογιού…ή μήπως είναι της καρδιάς της;…     

Θαυμάζει και λικνίζεται τρυφερά μαζί του. Στροβιλίζεται. Μεγαλώνει. Σχεδόν γίνεται  ένα – αυτή και το βαθυκόκκινο τριαντάφυλλο που ανθίζει  εκεί μπροστά της… μέσα της… γύρω της…       
Κι αφού πάρουν όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και περάσουν απ’ όλους τους τόνους – από τους πιο αθώους ροζ, μέχρι τους πιο άλικους αμαρτωλούς -  διαλύονται και αναλύονται ο ένας μέσα στον άλλον.      
Γίνονται νιφάδες και ξέφτια γεμάτα πύρινο χρώμα.

Διασκορπίζονται…     

Η άμμος σκληρή, κυλάει ανάμεσα από τα δάχτυλά της.        
Καθισμένη στην ακτή - με την υποψία της θάλασσας πάντα παρούσα – ακολουθεί με το βλέμμα την πορεία του ήλιου. Ενός ήλιου νοητού, με πορεία προδιαγεγραμμένη. Τον ακολουθεί σε ολόκληρο το ταξίδι του - από Ανατολή ως Δύση.  
Άπειρα πεταρίσματα του βλεφάρου, μα κανένα πραγματικό.       

Χάνεται κι αυτός, ντυμένος στα κόκκινα…  

Τα πόδια της αγκαλιάζει το χώμα.
Τόσο παρηγορητικά και γνώριμα τραχύ, τόσο οικείο.       
Δροσερό, σαν την ανάσα του δυόσμου ή της μέντας – στιβαρό σαν αντρική αγκαλιά. Νιώθει τόση σιγουριά καθώς  ακουμπά επάνω του κι αφήνεται να την τυλίξει. 
Ταυτόχρονα μια θέρμη, σαν κι αυτήν του μητρικού κόρφου, αρχίζει να τη νανουρίζει γλυκά… ώσπου να την πάρει ο ύπνος.   
Ένας ύπνος βαθύς, λυτρωτικός…           

Σκοτάδι…     
Τόσο αρχαίο, όσο και η ίδια. Κάποτε υπήρξε εραστής της, ήρθε η ώρα να γίνει ξανά. Το αγκαλιάζει στοργικά κι αρχίζει να θυμάται…
Βελούδινα χάδια, η έκσταση του Απείρου, η ηδονή του Ενός, η κατάκτηση του Μηδέν.          
Σπασμοί ζωής… το σκοτάδι μαζεύει, μικραίνει, συρρικνώνεται… κι αυτή μαζί του. 
Τόσο μικρή!... χωρά σε μια χούφτα.           
Ένα γρήγορο τίναγμα των φτερών τη φέρνει μακριά, έξω από το ανοιχτό παράθυρο.        

Με τη μαύρη ράχη στραμμένη στη Δύση και την κατάλευκη, μπαμπακένια κοιλιά να στραφταλίζει κόντρα στον  Ανατολικό ήλιο, το χελιδόνι σπαθίζει βιαστικά τον αέρα. 
Πρέπει να προλάβει… 
Πριν το Φθινόπωρο βάψει το χώμα, ξανά, κίτρινο.           

Ξαπλωμένη ανάσκελα, καλά βολεμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο αναπαυτικά στα δυο μαξιλάρια και τα μάτια μισόκλειστα, ονειρεύεται. 
Συνηθίζει να το κάνει αυτό, πολύ καιρό τώρα.               
Στο άσπρο σεντόνι που σκεπάζει  το σώμα της, αφημένο ανοιχτό δίπλα της, ένα παλιό, κάπως στενόμακρο, ξύλινο κουτί. Μέσα στο κουτί ένα βαθυκόκκινο μα ολόξερο τριαντάφυλλο, που όμως – τι περίεργο! – σκορπίζει το άρωμά του παντού… ακόμα… 
Κι ένα κομμάτι άσπρο, σαν το γάλα, χαρτί. Μια σελίδα λευκή κι επάνω της χαραγμένες λέξεις, επίσης λευκές, σχηματίζουν ένα κείμενο που αρχίζει κάπως έτσι:

Ξαπλωμένη ανάσκελα, καλά βολεμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο αναπαυτικά στα δυο μαξιλάρια και τα μάτια μισόκλειστα, ονειρευόταν. 
Συνήθιζε να το κάνει... πολύ καιρό τώρα…                                                   




"Rose" by Tita-Kit
http://tita-kit.deviantart.com/art/Rose-102831514

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου