Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Χαμένοι Όλοι

Φόρτωσαν ελπίδες,
πιότερες απ' όσες άντεχε τούτ' η μικρή η βάρκα.
Τις στρίμωξαν, τις στοίβαξαν μέσ' το παλιό σκαρί.
Κέρδος να 'χουν οι "μεγάλοι"
διπλό και τρίδιπλο.
Και το τιμόνι της σάπιας μηχανής
σε χέρι άνογο 
και άμαθο από φουρτούνες παραδώσαν.

Κι ήσυχα κάτσαν οι ελπίδες, γεμάτες προσμονή,
η μια κοντά στην άλλη.
Μικρές και νεογέννητες 
κι άλλες πιο μεγάλες,
ελπίδες που ωρίμασε ο χρόνος. 
Κι αυτές που με το ζόρι πια κρατιούνταν,
μετά βίας, στα πρόθυρα να σβήσουν
κι αυτές βρήκαν μια θέση.
Ελπίδες ρωμαλέες κι άλλες απ' τον καιρό και τα δεινά σακατεμένες.

Και σφίχτηκε το χέρι στο τιμόνι
με το θάρρος που μόνο η αποκοτιά δίνει
και το θράσος, 
αυτό που γεννά και θρέφει η ματαιοδοξία.
Οδηγημένο από λόγια ύπουλα και πλάνα
που στα αυτιά του τιμονιέρη όμορφα και ταιριαστά ηχούσαν,
μιας και - χρόνια τώρα - μαθημένος ήταν με τέτοια τραγούδια να ξυπνά και να κοιμάται.

Κι ανοίχτηκαν μέσα στη μαύρη νύχτα μεσοπέλαγα.
Κι ώρες πολλές παλεύαν.
Μα καράβι σωτηρίας δεν είδαν, μήτε στεριά φιλόξενη όπως τους τάξαν.
Και πολλοί χαθήκαν σε κείνο το ταξίδι.

Η αυγή σαν ήρθε, 
άλλους τους βρήκε στην ακτή μιας ρημαγμένης χώρας.
Παγιδευμένους.
Με κατοίκους αλλόγλωσσους
κι άθλια κατακερματισμένους.
Όλοι τυφλοί.
Κι ένα θεριό σιγά σιγά να μεγαλώνει,
τρεφόμενο απ' το μίσος κι απ' το αίμα, 
σαν πρόσφερε θυσία αδερφός τον αδερφό του.

Κι εκεί τους παίξανε στα ζάρια.

Ξαπλωμένοι άλλοι σε ξένους βυθούς
με τα μάτια ανοιχτά 
ν' ατενίζουν ένα γαλάζιο που ποτέ τους δεν πόθησαν.

Και κάποιους κράτησε η θάλασσα,
μοίρα πιο βαριά γι' αυτούς είχε φυλάξει.

Λέπια τους έδωσε και ουρά, 
στη γη ποτέ να μην ξαναπερπατήσουν
μα ούτε σε όμορφα νερά παιχνίδια να κάνουν με τα κύματα.
Μόνο γύρω από κάτι ξέρες,
μαύρες, γλιτσερές και κακοφορμισμένες,
με νερά θολά και δηλητηριασμένα απ’ τον μύθο
άχαρα να τσαλαβουτάνε
και με φωνή στριγγή,
μονότονα, τους αιώνες να ρωτάνε:
"Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;"

Κι ένας, μοναχά, εκεί γύρω τριγυρίζει
με το χέρι σφιχτά γύρω απ' το τιμόνι,
ανίκανος πια να τ' αφήσει.
Δίχως ναύτες κι επιβάτες,
από βράχο σε βράχο ρίχνοντας τη ρημαδιασμένη βάρκα
φωνάζει, τον εαυτό του για να πείσει:
"Ναι, ναι! Ζω!"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου